Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

заниматься - ом ασχολούμαι με -

  • 1 заниматься

    заниматься I
    несов
    1. (чем-л.) ἀσχολούμαι:
    \заниматься спортом κάνω σπορ, ἀσχολούμαι μέ τόν ἀθλητισμό· \заниматься домашним хозяйством ἀσχολούμαι μέ τό νοικοκυριό·
    2. (учиться) σπουδάζω, μελετώ:
    \заниматься медициной σπουδάζω ἱατρική·
    3. (с кем-либо) παραδίδω μαθήματα.
    заниматься II
    несов
    1. (загораться) παίρνω φωτιά:
    огонь \заниматьсяется ἡ φωτιά ἄναψε·
    2. (забрезжить) χαράζω, σκάζω:
    заря \заниматьсяется χαράζει ἡ αὐγή.

    Русско-новогреческий словарь > заниматься

  • 2 заниматься

    заниматься 1) (чём-л.) ασ χολούμαι \заниматься музыкой ασχο λούμαι με τη μουσική 2) (учи ться) σπουδάζω, μελετώ 3) (обучать) μαθαίνω, διδάσκω
    * * *
    1) (чем-л.) ασχολούμαι

    занима́ться му́зыкой — ασχολούμαι με τη μουσική

    2) ( учиться) σπουδάζω, μελετώ
    3) ( обучать) μαθαίνω, διδάσκω

    Русско-греческий словарь > заниматься

  • 3 заниматься

    1. (учиться) μαθαίνω, σπουδάζω 2. (приступать к какому-л. занятию, проявлять интерес к кому-, чему-л) (απ)ασχολούμαι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заниматься

  • 4 заниматься

    [ζανιμάτσα] ρ. ασχολούμαι

    Русско-греческий новый словарь > заниматься

  • 5 заниматься

    [ζανιμάτσα] ρ ασχολούμαι

    Русско-эллинский словарь > заниматься

  • 6 планеризм

    планеризм м η ανεμοπορία* заниматься \планеризмом ασχολούμαι με ανεμοπορία
    * * *
    м
    η ανεμοπορία

    занима́ться планери́змом — ασχολούμαι με ανεμοπορία

    Русско-греческий словарь > планеризм

  • 7 спорт

    1. спорт м о αθλητισμός, το σπορ; автомобильный \спорт η αυτοκινητοδρομία; велосипедный \спорт η ποδηλασία; водный \спорт τα θαλασσινά σπορ; гребной \спорт η κωπηλασία; лыжный \спорт η χιονοδρομία, το σκι; парусный \спорт η ιστιοπλοία; заниматься \спортом ασχολούμαι με τον αθλητισμό 2. спорт, о διαιτητής; ο ελλανοδίκης (член жюри)
    * * *
    м
    ο αθλητισμός, το σπορ

    автомоби́льный спорт — η αυτοκινητοδρομία

    велосипе́дный спорт — η ποδηλασία

    во́дный спорт — τα θαλασσινά σπορ

    гребно́й спорт — η κωπηλασία

    лы́жный спорт — η χιονοδρομία, το σκι

    па́русный спорт — η ιστιοπλοία

    занима́ться спортом — ασχολούμαι με τον αθλητισμό

    Русско-греческий словарь > спорт

  • 8 фотография

    фотография ж 1) (снимок) η φωτογραφία; заниматься \фотографияей ασχολούμαι με τη φωτογραφική (τέχνη) 2) (ателье ) το φωτογραφείο
    * * *
    ж
    1) ( снимок) η φωτογραφία

    занима́ться фотогра́фией — ασχολούμαι με τη φωτογραφική (τέχνη)

    2) ( ателье) το φωτογραφείο

    Русско-греческий словарь > фотография

  • 9 экспорт

    οι εξαγωγ/ές (πλ.)
    вопросы - а θέματα/προβλήματα - ών
    объём - а όγκος/πο-σότητα των - ών
    бросовый торг. - το ντάμπιγκ (ξεν.)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экспорт

  • 10 публицистика

    публицист||ика
    ж
    1. ἡ πολιτικο-κοινωνική ἐπιφυλλι-δογραφία, ἡ δημοσιολογική ἀρθρογραφία:
    заниматься \публицистикаикой ἀσχολούμαι μέ τήν πολιτικο-κοινωνική ἐπιφυλλιδογραφία.

    Русско-новогреческий словарь > публицистика

  • 11 торговля

    торговл||я
    ж τό ἐμπόριο[ν]:
    государственная (частная) \торговля τό κρατικό (τό ἰδιωτικό) ἐμπόριο· внешняя \торговля τό ἐξωτερικό ἐμπόριο· розничная \торговля τό λιανικό ἐμπόριό заниматься \торговляей ἀσχολοῦμαι μέ τό ἐμπόριο, ἐμπορεύομαι.

    Русско-новогреческий словарь > торговля

  • 12 контрабанда

    θ.
    1. λαθρεμπόριο•

    заниматься -ой ασχολούμαι (κάνω) λαθρεμπόριο.

    2. λαθρεμπόρευμα.
    3. επίρ. -ой λαθραία.

    Большой русско-греческий словарь > контрабанда

  • 13 наука

    θ.
    1. επιστήμη•

    естественные -и φυσικές επιστήμες•

    точные -и θετικές επιστήμες•

    передовая наука πρωτοπόρα επιστήμη•

    заниматься -ой ασχολούμαι με την επιστήμη ή καλλιεργώ τις επιστήμες•

    отдаться -е αποδίδομαι (αφοσιώνομαι) στις επιστήμες•

    академия наук Ακαδημία επιστημών•

    врачебная ιατρική επιστήμη•

    словесные -и η φιλολογία•

    военная наука στρατιωτική Ακαδημία•

    общественные -и κοινωνικές επιστήμες•

    гуманитарные -и οι ανθρωπιστικές επιστήμες (ιατρική, παιδαγωγική κ.τ.τ.).

    2. διδασκαλία, μάθηση, σπουδή• μάθημα, δίδαγμα•

    отдить в -у δίνω για σπουδή•

    вот тебе наука να για σένα δίδαγμα.

    Большой русско-греческий словарь > наука

  • 14 пустяк

    α.
    1. πράγμα τιποτένιο, μηδαμηνό• μικροπράγμα•

    заниматься -ами ασχολούμαι με μικροπράγματα•

    поспорили из-за -ами συζήτησαν (φιλονίκησαν) για το τίποτε.

    || πράγμα φτηνότατο, μηδαμηνής αξίας, ευτελές. || ποσό μηδαμηνό, ασήμαντο.
    2. (συνήθως πλθ.) пустяки, -ов ανοησίες, κουταμάρες. || ως κατηγ. (δεν είναι) τίποτε.

    Большой русско-греческий словарь > пустяк

  • 15 спорт

    α.
    αθλητισμός, σπορ, άθλημα•

    лыжный спорт χιονοδρομία•

    велосипедный спорт ποδηλατοδρομία•

    гребной спорт κωπηλασία•

    парусный спорт ιστιοδρομία•

    заниматься -ом ασχολούμαι με τον αθλητισμό•

    водный спорт ναυταθλισμάς.

    Большой русско-греческий словарь > спорт

  • 16 бокс

    бокс м η πυγμαχία, το μποξ заниматься \боксом κάνω μποξ, ασχολούμαι με το μποξ
    * * *
    м
    η πυγμαχία, το μποξ

    занима́ться боксом — κάνω μποξ, ασχολούμαι με το μποξ

    Русско-греческий словарь > бокс

  • 17 занимать

    ρ.δ.
    δανείζομαι.
    δανείζομαι.
    ρ.δ.
    βλ. занять 2
    1. βλ. заняться 2
    2. ασχολούμαι (με πνευματική εργασία) μαθαίνω, σπουδάζω.
    3. βλ. заняться 2

    Большой русско-греческий словарь > занимать

  • 18 по

    πρόθ.
    I.
    με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.
    1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•

    гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•

    ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•

    по краям дороги στις άκρες του δρόμου.

    || εναντίον, κατά•

    стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.

    || μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•

    гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.

    || (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•

    ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.

    2. (για διεύθυνση)• κατά•

    идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•

    идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.

    || επί, σύμφωνα• με•

    идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.

    3. κατά, σύμφωνα με•

    уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•

    по образцу κατά το παράδειγμα•

    по силам κατά τις δυνάμεις•

    уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•

    разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•

    по моде κατά τη μόδα•

    по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.

    || με, απο, εκ, εξ•

    он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.

    || απο, εκ•

    судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•

    знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.

    || κατά, ως προς•

    добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•

    учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.

    || (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•

    брат по матери ομομήτριος αδερφός•

    брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•

    родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.

    4. με, απο, διά•

    отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•

    говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•

    передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•

    ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.

    5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•

    по недосмотру από απροσεξία•

    отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•

    ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•

    по привычке από συνήθεια.

    6. για, δια, προς, με σκοπό•

    отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.

    || επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•

    по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.

    7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•

    гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•

    по праздникам (κατά) τις γιορτές•

    заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•

    цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•

    приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•

    по десятому году στο δέκατο χρόνο.

    8. από•

    по стаканчику από ένα ποτηράκι•

    по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•

    по одному από ένα (στον καθένα)•

    по разу από μια φορά (ο καθένας).

    || για•

    тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•

    тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.

    II.
    με αιτ.
    1. ως, έως, μέχρι•

    по колено ως το γόνα•

    войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•

    сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.

    || ως και, μέχρι και•

    прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•

    с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•

    по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•

    по сегодня ως τα σήμερα.

    2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•

    по левую руку από το αριστερό χέρι.

    3. για•

    ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•

    сходить по воду πηγαίνω για νερό.

    III.
    με προθετική•
    1. μετά, ύστερα, έπειτα από•

    с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.

    2. για•

    скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.

    3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.
    εκφρ.
    по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•
    по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν.

    Большой русско-греческий словарь > по

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»